- πυράρχης
- ο, Ν(σε πολεμικό πλοίο) ο αρχαιότερος ή ο κατά βαθμό ανώτερος υπαξιωματικός τού πυροβολικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρά (τα) + -άρχης* (< άρχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek